- ακαταπολέμητος
- -η, -ο (Α ἀκαταπολέμητος, -ον) [καταπολεμῶ]εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταπολεμήσει, ο ακαταγώνιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταπολέμητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν καταπολεμήθηκε: Τη χρονιά εκείνη άφησαν το δάκο ακαταπολέμητο. 2. ακαταμάχητος: Πιστεύει ότι η θεωρία του αυτή είναι ακαταπολέμητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμαχος — η, ο (Α ἄμαχος, ον) 1. αυτός που δεν παίρνει ή δεν πήρε μέρος σε μάχη ή σε πόλεμο 2. ο μη επιρρεπής προς τη μάχη, φιλειρηνικός, απόλεμος 3. ο μη μάχιμος αρχ. 1. (για πρόσωπα) ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος, αήττητος 2. (για τόπους ή τοποθεσίες)… … Dictionary of Greek